ομοστοιχος

ομοστοιχος
    ὁμόστοιχος
    ὁμό-στοιχος
    2
    совместно идущий, т.е. сходный
    

(μανίᾳ ὁ. ἥ ὀργή Plut.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "ομοστοιχος" в других словарях:

  • ομόστοιχος — ὁμόστοιχος, ον (Α) 1. αυτός που βρίσκεται στην ίδια γραμμή ή στην ίδια τάξη με άλλον 2. αυτός που βρίσκεται στην ίδια κατάσταση, στην ίδια κατηγορία με άλλον, ισότιμος, ισόβαθμος. επίρρ... ὁμοστοίχως (ΑΜ) 1. κατά την ίδια σειρά, κατά την ίδια… …   Dictionary of Greek

  • ὁμόστοιχος — in the same line masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμοστοίχως — ὁμόστοιχος in the same line adverbial ὁμόστοιχος in the same line masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμόστοιχον — ὁμόστοιχος in the same line masc/fem acc sg ὁμόστοιχος in the same line neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμοστοίχοις — ὁμόστοιχος in the same line masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμοστοίχου — ὁμόστοιχος in the same line masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμοστοίχους — ὁμόστοιχος in the same line masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμοστοίχων — ὁμόστοιχος in the same line masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμοστοίχῳ — ὁμόστοιχος in the same line masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμόστοιχα — ὁμόστοιχος in the same line neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμόστοιχοι — ὁμόστοιχος in the same line masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»